Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Research (μετά των αναγκαίων συμπερασμάτων): Η ακαδημαϊκή "αγορά χορού" και η τέχνη του "χορού των χορευτών που χορεύουν"

Δεδομένο: Η πανεπιστημιακή “αγορά χορού” ξεκίνησε να δημιουργείται σε κάποιες  χώρες της Ευρώπης όπου το ενδιαφέρον διεθνούς (εξωστρεφούς) επένδυσης στο συγκεκριμένο πεδίο της οικονομίας (ακαδημαϊκοί τίτλοι) είναι πολύ ισχυρό, από την δεκαετία του 80. Όπως κάθε αγορά έτσι και η συγκεκριμένη χρειάστηκε κάποιο χρόνο να ωριμάσει. Εδώ και κάμποσα χρόνια διανύουμε την εποχή της πρώτης της ωρίμανσης. Συμπληρώνουμε το βασικό μας δεδομένο με την προσθήκη ότι τα hot spots (πανεπιστήμια) της αγοράς στην οποία αναφερόμαστε (την αναπτυγμένη κατ’ εξοχήν στη Μ. Βρετανία και κατ’ ακολουθία σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης), είναι πολύ ισχυρές επιχειρήσεις – πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “ισχυρό” το επενδυτικό ενδιαφέρον; - με όλα όσα αυτό (σε επίπεδο management, οικονομικών πόρων, διασυνδέσεων, επιρροής κ.λπ.) συνεπάγεται.

Ας κρατήσουμε στην άκρη του νου το βασικό μας δεδομένο ώστε κατόπιν η σκέψη μας να το ανασύρει ως βοήθημα για την διερεύνηση (research) ενός σεναρίου που καταρχάς πρέπει να αναγνωστεί ως υπόθεση εργασίας.

Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι ένας σημαντικός αριθμός (και ποσοστό) ανθρώπων που στις μέρες μας δηλώνουν και δηλώνονται “άνθρωποι του χορού” έχοντας αποκτήσει τους αποδεικτικούς (ακαδημαϊκούς) τίτλους της δήλωσής τους καταβάλλοντας το σχετικό  (της τάξεως των κάμποσων δεκάδων χιλιάδων €) αντίτιμο στην συγκεκριμένη αγορά, δεν μπορεί παρά να προσδοκούν σε απόσβεση.

Υποθέτουμε, συνάμα, ότι η καλλιέργεια της εύλογης προσδοκίας απόσβεσης είναι κατά βάση και εξ’ αρχής υπόθεση αυτών (των πανεπιστημίων) που προσφέρουν έναντι υψηλού κόστους τους ακαδημαϊκούς τίτλους – προϋποθέσεις της διεκδίκησής της. Μια αγορά αιχμής όπως αυτή των ακαδημαϊκών σπουδών και τίτλων, στη φάση της πρώτης ωρίμανσής της οφείλει με τρόπο προσεκτικά σχεδιασμένο να αυξάνει τους βαθμούς ζήτησης.

Όχι μόνο να τους αυξάνει – συνεχίζουμε με την υπόθεσή μας – αλλά και να μπορεί σε ευδιάκριτο βαθμό να τους δικαιώνει, δικαιώνοντας αλλά και ανατροφοδοτώντας την προσδοκία που τους γέννησε και γεννάει. Το οποίο σημαίνει, δημιουργία και διαρκής επιτήρηση (προστασία) μιας παράλληλης αγοράς εργασίας – απορρόφησης αυτών που επένδυσαν και επενδύουν στην ακαδημαϊκή αγορά. Εφικτό; Υποθέτουμε πως είναι, έχοντας κατά νου την επιχειρησιακή ισχύ αυτών που καλούνται λογικά να το επιχειρήσουν και τη δυνατότητα επιρροής που αυτή η ισχύς σε πολλά επίπεδα  συνεπάγεται. Σε επίπεδο διαμόρφωσης πολιτικής, σε επίπεδο επικοινωνίας/προβολής, σε επίπεδο χρηματοδότησης πολιτιστικών θεσμών, σε επίπεδο ανάδειξης προσώπων που θα στελεχώσουν και υπηρετήσουν τους θεσμούς, σε επίπεδο – τέλος – επαρκούς δικτύωσης των παραπάνω (σας λέει κάτι η ευρωπαϊκή υπέρ-χρήση της έννοιας αυτής στους καιρούς μας;) ώστε να μπορούν να ανατροφοδοτούνται και επιβάλλονται. Να επιβάλλονται ως ανατροφοδοτούμενα και να ανατροφοδοτούνται ως επιβαλλόμενα.

Όσο περισσότεροι είναι οι άνθρωποι του χορού που παράγονται από την ακαδημαϊκή αγορά της υπόθεσής μας τόσο μεγαλύτερη είναι η ζήτηση – υπενθύμιση: διανύουμε ακόμα τη φάση της πρώτης ωρίμανσης – και άλλο τόσο (κατ’ αντιστοιχία) οι ρυθμοί μεγέθυνσης της συνδεδεμένης με την ακαδημαϊκή παράλληλης αγοράς εργασίας – απορρόφησης (των προσδοκιών) αυτών που στην ακαδημαϊκή αγορά επένδυσαν και επενδύουν τις προσδοκίες τους. Υπάρχει θεμιτό όριο σε αυτή τη μεγέθυνση; Αν ως “θεμιτό” ορίσουμε αυτό πέραν του οποίου υπάρχει το “παράλογο” – παραμένουμε ακόμα εντός του πεδίου των υποθέσεων – στα σίγουρα υπάρχει.

Ως εδώ λοιπόν τα – πάντοτε βασισμένα σε δεδομένα - σενάρια/υποθέσεις εργασίας, από εδώ και πέρα εστιάζουμε στα εκ της λογικής “ορισμένα”: Σε χαρακτηριστικούς μικρό-κόσμους όπου η ποσότητα των “ανθρώπων του χορού” που έχουν αποκτήσει τη δυνατότητα να δηλώνουν και να δηλώνονται ως τέτοιοι μέσω της μεγεθυνόμενης στο στάδιο που διανύουμε αγοράς σχετικών ακαδημαϊκών τίτλων (σε απλά λόγια, διαβάζοντας και γράφοντας) τείνει να γίνεται συντριπτικά μεγαλύτερη από αυτή των ανθρώπων του χορού που έχουν αποκτήσει την ιδιότητα να είναι άνθρωποι του χορού μέσω τού ως πρόσφατα τυπικού τρόπου (σε απλά λόγια, για χρόνια επί χρόνων χορεύοντας), μας προσφέρεται η δυνατότητα να εντοπίσουμε απτά στοιχεία παράλογου, αναγκαία ώστε να ορίσουμε το θεμιτό όριο.

Το πιο απτό, το πιο προφανές όλων στοιχείο παραλόγου: Όσο διογκώνεται η ήδη διογκωμένη μάζα ανθρώπων του χορού της ακαδημαϊκής αγοράς - χορευτών κατόπιν γραφής και ανάγνωσης – τόσο διογκώνεται και η προσπάθεια επιβολής της άποψης (σε προηγούμενα χρόνια θα ακουγόταν στα σίγουρα ως ανέκδοτο) ότι η τέχνη των “ανθρώπων του χορού που χορεύουν” είναι ξεπερασμένη.

Σε απλά λόγια – ώστε να γίνει ακόμα πιο κατανοητό το “παράλογο” – κατανοείται και/ή δηλώνεται ως ξεπερασμένο κάτι από ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν καν πριν “περάσει” από αυτό, κάτι το οποίο δεν έχουν ποτέ κάνει γιατί δεν μπορούν να το κάνουν (χορό κάνει κάποιος χορεύοντας) και το οποίο δεν μπορούν να το κάνουν γιατί δεν το έχουν ποτέ κάνει (απαιτούνται άπειρες ώρες χορού για να είναι κάποιος σοβαρός επαγγελματίας χορευτής).

Το θέλετε ακόμα πιο απλά; Δεν έχετε παρά να φανταστείτε έναν πρώιμο εφηβικό νου, ο οποίος σε αγωνιώδη αναζήτηση της μετέπειτα ενήλικης ταυτότητάς του, υπέρ-φορτισμένος και αποχαυνωμένος συνάμα ταλανίζεται με υπερβατικές κατά φαντασία πρωτοπόρες απόψεις περί έρωτα, δίχως να τον έχει ποτέ ζήσει και επειδή ποτέ δεν τον έχει ζήσει! Γι’ αυτόν τον εφηβικό νου, όσοι και όσες το έχουν πριν από την δική του ενηλικίωση κάνει - επειδή αυτός όταν το κάνει θα το κάνει πλήρως απαλλαγμένο (minimal) από καθετί το περιττό, ενδεδυμένο μόνο με την τελετουργική ιερότητα (conceptual) που του πρέπει – είναι όλοι τους παρωχημένοι/ ξεπερασμένοι.
 
Ιδού το παράλογο, ιδού το όριο, ενδεδυμένο με την πρέπουσα (ενήλικη) λογική που μας επιτρέπει να χαράξουμε με σιγουριά τη νοητική γραμμή ανάμεσα στον “χορό των χορευτών του” και στον χορό (πολλών εκατομμυρίων, πέραν όλων των άλλων) της (ακαδημαϊκής) αγοράς του. Δίχως να εκκινούμε από την πρόθεση να συγκρίνουμε - θέσουμε απέναντι τους μεν από την δε, εκκινώντας αποκλειστικά και μόνο από την άσκηση της δυνατότητας που η κοινή ενήλικη λογική μας προσφέρει “να μπορούμε να διακρίνουμε”. Ασκώντας, άλλωστε, αυτή τη δυνατότητα, είτε παραμονεύει εντός μας είτε όχι η πρόθεση (κατανόησης του κυριαρχικού τρόπου παρέμβασης στην τέχνη χορού της αγοράς και των κανόνων της), εξ’ αντικειμένου υπηρετείται.

Υστερόγραφο: Στα λογικά άρα και αναγκαία/ επιβεβλημένα όρια της σχέσης της ακαδημαϊκής “αγοράς χορού” και του “χορού που χορεύεται των ανθρώπων που χορεύουν” αναφέρεται αυτό που διαβάζετε, όχι στην παραστατική έκφραση οι τρόποι της οποίας (οφείλουν να) είναι απεριόριστοι όπως η τέχνη η ίδια (οφείλει να) είναι. Ακόμα πιο λιανά:  Η απαλλαγή από το περιττό (minimal) και/ή ο προσανατολισμός προς μια όποια τελετουργική ιερότητα (conceptual) μιας παράστασης π.χ. της “μεγάλης” Bausch εξ’ αντικειμένου δηλώνει και δηλώνεται ως το συμπέρασμα/ αποτέλεσμα χιλιάδων ωρών αφιερωμένων στη “σκέψη χορού” δουλειάς. Άνευ αυτών των πολλών χιλιάδων ωρών – μεταβαίνουμε στην πρώιμη εφηβική περί minimal και conceptual εκδοχή – η ώριμη καλλιτεχνική δήλωση μετασχηματίζεται στην προσφιλή των χορευτών της ακαδημαϊκής χορευτικής αγοράς (και όλων, παρεμπιπτόντως, των τύπων αγοράς που συγκροτούν την ευρύτερη ακαδημαϊκή) research (έρευνα).

Τι είναι αυτό που ακριβώς ερευνάται; Η αρχική απάντηση σε αυτό το ερώτημα συνοδεύεται πάντα από την διευκρίνιση ότι πρόκειται για work in progress. Εν πάση περιπτώσει, μετά την ολοκλήρωση μιας έρευνας αναμένεται η ανακοίνωση των συμπερασμάτων της. Πότε με το καλό; Ποτέ! Οι έρευνες αυτού του (ακαδημαϊκού) τύπου τέχνης χορού δεν υπόκεινται στην ανάγκη εξαγωγής και δήλωσης επί σκηνής των συμπερασμάτων τους, η καθεμιά τους δεν είναι παρά ο προάγγελος της κάθε επόμενης. Έτσι λειτουργεί – ώστε να ανατροφοδοτεί εαυτόν - η οικεία (του χορού) ακαδημαϊκή αγορά. Και αν κάποιος “υποψιασμένος” διατυπώσει το εύλογο “δεν σας καταλαβαίνω”, η απαρχή της όποιας απάντησης εκκινεί από το κλασικό της πρώιμης εφηβικής περιόδου – σας θυμίζει κάτι; - “δεν μπορεί να μας καταλάβει”. Πιθανότατα κάποιοι ορκισμένοι φίλοι της εφηβικής αφέλειας δυσανασχετούν με την τόσο ψυχρή καταγραφή της, όμως ορθά-κοφτά, με ενήλικη λογική ματιά, έτσι καταγράφεται.

*“Σε αντίθεση με την Αμερική όπου τα πανεπιστήμια είναι ο βασικός τροφοδότης χορευτών στις χορευτικές ομάδες, στην Ευρώπη, για καθαρά εμπορευματικούς λόγους και σε αντίθεση με τις μέχρι τότε ακαδημίες και σχολές χορού, παίρνουν φοιτητές που δεν έχουν πάντα πολύ σχέση με τον χορό προτείνοντας σαν δέλεαρ ότι θα γίνουν δημιουργοί”: Η πιο πάνω φράση από εκτενές μήνυμα του πολύ γνωστού χορογράφου Κωνσταντίνου Μίχου που μας εστάλη κατόπιν της συνέντευξης στο Egomio radio του κορυφαίου Κύπριου χορευτή Φώτη Νικολάου ήταν αυτή που κατά βάση ενεργοποίησε την διάθεση γραφής του κειμένου που μόλις διαβάσατε. Νιώθουμε χρέος μας να τους ευχαριστήσουμε, επιφυλασσόμενοι για συνέχεια. Work in progress.    

4 σχόλια:

  1. Προφανώς οι υποθέσεις εργασίας του άρθρου δεν έλαβαν υπόψιν το γεγονός ότι τα ακαδημαϊκά τμήματα που προωθούν την έρευνα του χορού έχουν μειώσεις προϋπολογισμών, δεν είναι μέσα στην ακαδημαϊκά ιεραρχία τα πιο υψηλά επομένως είναι αδύνατον να έχουν αυτή την επιρροή στην αγορά εργασίας την οποία το άρθρο παλεύει να αποδείξει. Αγνοείτε παντελώς το γεγονός ότι οι εκ της πράξης προερχόμενοι καλλιτέχνες (χορευτές όπως τους λέτε) συγκεντρώνονται κατά κόρον πια στον ακδημαϊκό χώρο, για ποικίλους λόγους, μεταξύ των οποίων το γεγονός ότι η σύζευξη θεωρίας και πράξης είναι πια υπαρκτή και τους νεδιαφέρει και όχι ένας μπαμπούλας (όπως διαφαίνεται στη συλλογιστική που υποκρύπτεται στο άρθρο). Προφανώς η γνώση της υπάρχουσας ελληνικής πραγματικότητας με τις στρεβλώσεις, αγκιλώσεις και προκαταλήψεις έχει προκαλέσει αυτή την περιχαράκωση ανάμεσα στους 'χορευτές' που δικαιούνται να μιλούν (αλλά χωρίς να πολυσκέφτονται) και στους θεωρητικούς (που δεν δικαιούνται να μιλούν αλλά έχουν τη δύναμη).Πόσο σοβαρά είναι αυτά????? 'Τέλος, είναι γνωστό ότι ο ακαδημαϊσμός του χορού στην Αμερική υπήρξε ο στηλοβάτης της ανάπτυξής του από την εποχή της Martha Graham αλλά και το ανάχωμά του που τον οδήγησε σε καλλιτεχνικό μαρασμό (βλ. το άρθρο του Andre Lepecki στο Ballet International από τη δεκαετία του 1990 ήδη). Έχεις δει (ή διαβάσει πολύ περισσότερο) πόσα πράγματα έχουν γραφτεί για το ακαδημαϊκό εκπαιδευτικό πλαίσιο και την καλλιτεχνική έρευνα; Έχεις μπει ένα βήμα πιο βαθιά στη σχέση θεωρίας και πράξης πέρα από το χορεύω (γιατί ξέρω και μπορώ) και δεν χορεύω (άρα δεν ξέρω και δεν μπορώ); Και άλλα πολλά μπορώ να πω, αλλά βαριέμαι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θερμά παρακαλώ, όπως όσοι και όσες φίλοι και φίλες θελήσουν να σχολιάσουν, πρώτα να κάνουν τον κόπο να κατανοήσουν αυτά που διαβάζουν. Όποιοι ή όποιες έχουν απορίες και θέλουν διευκρινίσεις ευχαρίστως να τις ζητήσουν, κάπως έτσι ξεκινάει μια συζήτηση που έχει βάση. Η αγνόηση της βάσης (οικονομική οργάνωση) και οι απεραντολογίες σχετικά με το εποικοδόμημα (πολύπλοκο σύστημα ιδεολογικών μηχανισμών) δεν βοηθάει καμιά συζήτηση να εξελιχτεί, υπηρετεί μόνο την (εφηβική) ανάγκη του όποιου ή όποιας φίλου ή φίλης να δηλώσει ότι "έχει και μπορεί πολλά να πει" ακριβώς επειδή δεν έχει καταλάβει τίποτε. Φαντάζομαι ότι σε κάτι το πολύ σαφές παραπέμπει η τελευταία φράση αυτούς και αυτές που μπορούν και θέλουν να καταλαβαίνουν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Παρακαλώ πολύ, όπως η σύμφυτη με την εφηβική ψυχοσύνθεση βαρεμάρα ψάξει να βρει άλλο χώρο να εκφραστεί. Η βάση συζήτησης που το κείμενο επιχειρεί να θέσει απευθύνεται σε ενήλικες που θέλουν βάση συζήτησης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή