Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Τιμής ένεκεν (Ανδρέας Κάλβος): Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχωσι...

*Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Μια φορά τον χρόνο καλό είναι να το θυμίζουμε και να το θυμόμαστε, έστω δοσμένο σε διάλεκτο κάποιων άλλων μακρινών εποχών, έστω ποιητικά γραμμένο ώστε να κουμπώνει συνειρμικά στο πνεύμα φανταστικών ηρωικών καιρών. Τιμής ένεκεν.  

Ωδή Τετάρτη. Εις Σάμον

Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία. 
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας) επτέρωσε τον Ίκαρον· και αν έπεσεν ο πτερωθείς κ' επνίγη θαλασσωμένος.
Αφ' υψηλά όμως έπεσε, και απέθανεν ελεύθερος. Αν γένης σφάγιον άτιμον ενός τυράννου, νόμιζε φρικτόν τον τάφον. 
Mούσα το Iκάριον πέλαγος έχεις γνωστόν. Nα η Πάτμος, να αι Kορασσίαι, κ' η Kάλυμνα που τρέφει τας μελίσσας με' αθέριστα άνθη. 
Nα της αλόης η νήσος, και η Kως ευτυχεστάτη, η τις του κόσμου εχάρισε τον Απελλήν και αθάνατον τον Iπποκράτην. 
Iδού και ο μέγας τρόμος της Ασίας γης, η Σάμος· πλέξε δι' αυτήν τον στέφανον υμνητικόν και αιώνιον λυρική κόρη.
Αυτού, ενθυμάσαι, εγέμιζες του τέιου Ανακρέοντος χαρμόσυνον κρατήρα, κ' έστρωνες δια τον γέροντα δροσόεντα ρόδα.
Αυτού, του Oμήρου εδίδασκες τα δάκτυλα 'να τρέχουσι με' την ωδήν συμφώνως, όταν τα έργα ιστόρει θεών και ηρώων.
Αυτού, τα χρυσά έπη εμψύχωνες εκείνου, δι' ου τα νέφη εσχίσθησαν και των άστρων εφάνηκεν η αρμονία. 
Ω κατοικία Zεφύρων, όταν αλλού του ηλίου καίουν τα βουνά η ακτίνες, ή τον χειμώνα η νύκτα κόπτη τας βρύσεις·
Eσύ ανθηρόν το στήθος σου, φαιδρόν τον ουρανόν έχεις, και από τα δένδρα σου πολλή πάντοτε κρέμεται καρποφορία.
Kαθώς προτού νυκτώση, μέσα εις τον κυανόχροον αιθέρα, μόνος φαίνεται λάμπων γλυκύς ο αστέρας της Αφροδίτης.
Kαθώς μυρτιά υπερήφανος απ' άνθη φορτωμένη και από δροσιάν αστράπτει, όταν η αυγή χρυσόζωνος την χαιρετάη·
Oύτω το κύμα Iκάριον κτυπούσα η βάρκα, βλέπει σε εις τα νησία ανάμεσα λαμπράν και υψηλοτάτην, και αγαλλιάζει.
Tι εγίνηκαν η ημέραι, ότε εις τας κορυφάς του Kερκετέως δενδρόεντος εχόρευον η τέχναι στεφανωμέναι.
Έρχονται, ω μακαρία νήσος, έρχονται πάλιν· το προμηνύουσι τ' άντρα σου φλογώδη, εξ ων μυρίαι μάχαιραι εκβαίνουν. 
Ως η σφήκες μαζόνονται επί τα ολίγα λείψανα σπαραγμένης ελάφου, ή ταύρου οπού εκατάντησε δείπνον λεαίνης,
Αλλ' αν βροντήση εξαίφνης, πετάουν ευθύς και αφίνουσι την ποθητήν τροφήν, υπό τα δένδρα φεύγουσαι και υπό τους βράχους·
Oύτως, εις τα παράλια ασιατικά, τα πλήθη αγαρηνά αναρίθμητα βλέπω 'να επισωρεύονται, όμως ματαίως. 
Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος "οι Σάμιοι", κράζει, "οι Σάμιοι και ιδού τα πόδια τρέμουσι μυρίων ανδρών και αλόγων θορυβουμένων. 
"Oι Σάμιοι·" ― και εσκορπίσθησαν των απίστων αι φάλαγγες. ― Α, τι, ω δειλοί, δεν μένετε 'να ιδήτε, αν το σπαθί μας κοπτερόν ήναι; 
 Έρχονται, πάλιν έρχονται χαράς ημέραι, ω Σάμος· το προμηνύουν οι θρίαμβοι πολλοί και θαυμαστοί, που σε δοξάζουν. 
Nήσος λαμπρά ευδαιμόνει· ότε η δουλεία σε αμαύρονε, σ' είδον· άμποτε νάλθω 'να φιλήσω το ελεύθερον ιερόν σου χώμα.
Eάν φιλοτιμούμεθα 'να την 'ξαναποκτήσωμεν μ' ίδρωτα και με' αίμα, καλόν είναι το καύχημα της αρχαίας δόξης.
   

*“Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχωσι· θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία”: Σαν σήμερα 3 Νοεμβρίου, το μακρινό 1869, αναχώρησε από τα εγκόσμια ο Ανδρέας Κάλβος σε ηλικία 77 χρόνων. Τιμής ένεκεν… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου