Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Άκου Ανθρωπάκο, άκου προσεκτικά - Βίλχελμ Ράιχ, άνευ παρεξηγήσεως - και μην ωρύεσαι "Ζήτω, ζήτω Μέγα Όρνεο"

Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο. Λένε πως χάραξε η εποχή σου, Η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου». Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. Το λένε εκείνοι, οι πρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου. Κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο. Εγώ αυτό έχω να σου πω.

Ήταν το 1946 όταν ο αυστριακός Βίλχελμ Ράιχ αγαπημένος μαθητής του Φρόυντ έγραψε το σπουδαίο έργο του “Άκου, Ανθρωπάκο” το οποίο δημοσιεύτηκε δυο χρόνια αργότερα. Πρόκειται για ένα έργο, έναν τρόπο σκέψης, που επηρέασε σημαντικά τα απελευθερωτικά κοινωνικά κινήματα των επόμενων (του) δεκαετιών. Δεν νιώθουμε διόλου την ανάγκη να προτείνουμε έναν τρόπο ανάγνωσης των αποσπασμάτων που επιλέξαμε ώστε να γίνουν όσο γίνεται πιο ελκτικά και στην σύγχρονη εποχή της (πανθομολογούμενης) κυριαρχίας της λεγόμενης κοινής γνώμης, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά διότι δεν υπάρχει τέτοιος τρόπος. Ο καθένας καταλαβαίνει ότι μπορεί και θέλει να καταλάβει. Από τον καθένα (σας) δυνητικά εξαρτάται το μέλλον του κόσμου ολάκερου …  

Το μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από τις σκέψεις και τις πράξεις σου. Όμως, οι δάσκαλοι και οι αφέντες σου δε σου μιλάνε για τον τρόπο που σκέφτεσαι πραγματικά. Δε σου λένε ποιος είσαι στα αλήθεια. Κανένας δεν τολμά να σε φέρει αντιμέτωπο με τη μοναδική πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να σε καταστήσει κύριο του πεπρωμένου σου. Είσαι «ελεύθερος» από μια άποψη μονάχα: ελεύθερος από την αυτοκριτική, που μπορεί να σε βοηθήσει να κουμαντάρεις τη ζωή σου.

Δε σ' άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: «Με εκθειάζετε σαν το μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του κόσμου μου. Αλλά δε μου λέτε πώς γίνεται κανείς αφέντης του εαυτού του. Δε μου λέτε ποια είναι τα λάθη και τα ελαττώματα μου, πού σφάλλω στον τρόπο που σκέφτομαι και πράττω».
Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου». Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός. Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη. Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις. Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο.

Σε καταλαβαίνω! Κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές το γυμνό κορμί και την ψυχή σου. Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια. Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο. Σ' άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι. Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου. Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω. Και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο τρανό σου μέλλον. Μα επειδή το μέλλον σου ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά. Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει: Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός». Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»...

Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!
Διαφωνείς;

Όχι, δεν είμαστε εμείς που απευθυνόμαστε σε εσάς, συνεχίζετε ακόμα να είστε σε επικοινωνία με την σκέψη του Βίλχελμ Ράιχ. Αν, βέβαια, ενδιαφέρεστε, όσοι από εσάς ενδιαφέρεστε…

Θα σου το αποδείξω. Αν η σκέψη σου επικεντρωνόταν στην ουσία, θα ‘χες γίνει κύριος της ζωής σου από καιρό. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα της σκέψης σου:

«Για όλα φταίνε οι Εβραίοι», λες.

«Τι είναι ο Εβραίος;» σε ρωτώ.

«Κάποιος που στις φλέβες του κυλάει εβραϊκό αίμα», απαντάς.

«Και πώς ξεχωρίζεις το εβραϊκό αίμα από το αίμα των άλλων;» Η ερώτηση σου προκαλεί σύγχυση. Μπερδεύεσαι, κομπιάζεις.

Ύστερα λες, «Εννοούσα ότι ανήκει στην εβραϊκή φυλή».
«Τι είναι η φυλή;» σε ρωτώ.
«Η φυλή; Αυτό είναι προφανές. Όπως υπάρχει γερμανική φυλή, έτσι υπάρχει κι εβραϊκή».
«Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της εβραϊκής φυλής;»
«Ο Εβραίος έχει μαύρα μαλλιά, μακριά, γαμψή μύτη και δια-περαστικό βλέμμα. Οι Εβραίοι είναι άπληστοι και κεφαλαιοκράτες».
«Αν δεις ένα Γάλλο της Μεσογείου ή έναν Ιταλό δίπλα σ’ έναν Εβραίο, θα τον ξεχωρίσεις;»
«Ε, όχι, για να είμαι ειλικρινής…»
«Τότε, λοιπόν, τι είναι ο Εβραίος; To αίμα του δε διαφέρει από το αίμα των άλλων. Η εμφάνισή του δε διαφέρει από εκείνη ενός Γάλλου ή ενός Ιταλού. Και μια και το ‘φερε η συζήτηση, έχεις δει Γερμανοεβραίους;»
«Μοιάζουν με τους Γερμανούς».
«Τι είναι ο Γερμανός;»
«Ο Γερμανός ανήκει στη βόρεια φυλή των Αρίων».
«Οι Ινδοί είναι Άριοι;»
«Ναι».
«Είναι βόρειοι;»
«Όχι».
«Είναι ξανθοί;»
«Όχι».
«Βλέπεις; Δεν ξέρεις καν ποιος είναι ο Εβραίος και τι ο Γερμανός».
«Μα, υπάρχουν Εβραίοι!»
«Ασφαλώς και υπάρχουν. Όπως υπάρχουν Χριστιανοί και Μωαμεθανοί».
«Σωστά! Να, αυτό εννοούσα, την εβραϊκή θρησκεία».
«Ήταν Ολλανδός ο Ρούσβελτ;»
«Όχι».
«Και γιατί ονομάζεις τον Εβραίο απόγονο του Δαβίδ κι όχι τον Ρούσβελτ  Ολλανδό;» «Με τον Εβραίο είναι διαφορετικό».
«Σε τι διαφέρει;»
«Δεν ξέρω».


Τέτοιες κουταμάρες λες, ανθρωπάκο. Και με τέτοιες κουταμάρες, συγκροτείς ένοπλες συμμορίες που σκοτώνουν δέκα εκατομμύρια ανθρώπους επειδή είναι Εβραίοι κι ας μην ξέρεις να μου πεις τι είναι ο Εβραίος.

Να γιατί γελάνε μαζί σου. Να γιατί όποιος θέλει να κάνει κάτι σοβαρό σε αποφεύγει. Να γιατί είσαι χωμένος στο βούρκο μέχρι το λαιμό. Όταν αποκαλείς κάποιον «Εβραίο», αισθάνεσαι ανώτερος.

Αισθάνεσαι ανώτερος, επειδή νιώθεις κατώτερος. Νιώθεις κατώτερος, επειδή εκείνο που θέλεις να εξοντώσεις στους ανθρώπους που αποκαλείς Εβραίους, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Και τούτο είναι απλά ένα δείγμα του τι είσαι στ’ αλήθεια, ανθρωπάκο. Όταν αποκαλείς κάποιον περιφρονητικά «Εβραίο», η αίσθηση της μηδαμινότητάς σου ξαλαφρώνει. Αυτό το ανακάλυψα μόλις πρόσφατα. Αποκαλείς Εβραίο όποιον σου εμπνέει είτε υπερβολικό, είτε ελάχιστο σεβασμό. Σαν να ‘σαι αντιπρόσωπος κάποιας ανώτερης δύναμης επί της γης, ανέλαβες να αποφασίζεις ποιος είναι και ποιος δεν είναι Εβραίος. Αμφισβητώ το δικαίωμά σου να το κρίνεις αυτό…

Και ποιος είναι αυτός ρε που τολμά να αμφισβητεί ένα τέτοιο φοβερό δικαίωμα; Το δικαίωμα κρίσης στην εποχή της υμνημένης κυριαρχίας της λεγόμενης κοινής γνώμης; Ποιος μπορεί να είναι, ποιος νομίζει ότι είναι;

Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πως θα ένιωθε ένας αητός άμα έκλωθε αυγά μιας κότας; Αρχικά ο αητός νομίζει ότι θα κλωσήσει μικρά αετόπουλα που θα μεγαλώσουν. Μα εκείνο που βγαίνει από τα αυγά δεν είναι παρά μικρά κοτόπουλα. Απελπισμένος ο αητός εξακολουθεί να ελπίζει πως τα κοτόπουλα θα γίνουν αητοί. Μα που τέτοιο πράγμα! Τελικά δεν βγαίνουν παρά κότες που κακαρίζουν. Όταν ο αητός διαπιστώνει κάτι τέτοιο βρίσκεται στο δίλημμα αν πρέπει να καταβροχθίσει όλα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Μα συγκρατείται. Κι  ότι τον κάνει να συγκρατηθεί είναι μια μικρή ελπίδα, πως ανάμεσα στα τόσα κοτόπουλα, μπορεί κάποτε να βρεθεί ένα αετόπουλο, ικανό σαν εκείνον τον ίδιο, ένα αετόπουλο που από την ψηλή φωλιά του θ' ατενίζει μακριά κόσμους καινούριους, σκέψεις καινούριες, καινούρια σχήματα ζωής. Μόνο αυτή η ανεπαίσθητη ελπίδα κρατάει τον λυπημένο, τον αποξενωμένο αητό από την απόφασή του να φάει όλα τα κοτόπουλα και όλες τις κότες που κακαρίζουν, και που δεν βλέπουν ότι τα κλωσάει ένας αητός, δεν καταλαβαίνουν ότι ζούνε σ' ένα ψηλό, απόμακρο βράχο, μακριά από τις υγρές και σκοτεινές κοιλάδες. Δεν ατενίζουν την απόσταση, όπως κάνει ο απομονωμένος αητός.

Μόνο καταβροχθίζουν και καταβροχθίζουν, όλο καταβροχθίζουν ότι φέρνει ο αητός στη φωλιά. Οι κότες και τα κοτόπουλα άφησαν τον αητό να τα ζεστάνει κάτω από τα μεγάλα και δυνατά του φτερά όταν απ' όξω κροτάλιζε η βροχή και βροντούσαν οι καταιγίδες που 'κείνος άντεχε δίχως καμιά προστασία. Όταν τα πράγματα γίνονταν σκληρότερα, του πέταγαν μικρές μυτερές πέτρες από κάποια ενέδρα για να τον χτυπήσουν και να τον πληγώσουν. Όταν ο αητός αντιλήφθηκε την κακοήθεια ετούτη, πρώτη του αντίδραση ήταν να τα ξεσχίσει σε χίλια κομμάτια. Μα το ξανασκέφτηκε κι' άρχισε να τα λυπάται. Κάποτε, έλπισε, θα βρισκόταν - έπρεπε να βρεθεί - ανάμεσα στα τόσα κοντόφθαλμα κοτόπουλα που κακάριζαν και καταβρόχθιζαν ότι έλαχε μπροστά τους, ένας μικρός αητός σαν τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μοναχός αητός μέχρι σήμερα δεν έχει εγκαταλείψει την ελπίδα. Κι' εξακολουθεί να κλωσάει κοτόπουλα.

Δεν θέλεις να γίνεις αητός, Ανθρωπάκο. Γι' αυτό σε τρώνε τα όρνεα. Φοβάσαι τους αητούς κι' έτσι ζεις κοπαδιαστά και κοπαδιαστά εξολοθρεύεσαι. Τα όρνεα σε δίδαξαν να τρως ψοφίμια και να είσαι ικανοποιημένος με τα ελάχιστα. Σ' έμαθαν και να ωρύεσαι "Ζήτω, ζήτω, Μέγα Όρνεο!". Τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις κι' ακόμη φοβάσαι τους αητούς που κλωσάνε τα κοτόπουλά σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου