Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

ΤΣΕ (αναγκαίο ταξίδι): Μη μπορώντας να καθίσει και να ονειρευτεί στη σκιά μιας πυραμίδας...

Έχει προηγηθεί ο – ιστορικά μιλώντας – μακρύς Χειμώνας του 1958, βρισκόμαστε πλέον στο Καλοκαίρι του 1959, στις αρχές του. Την 12η του Ιουνίου του, δυο μέρες πριν κλείσει τα 31 του χρόνια, ο Τσε γίνεται ένας από τους πρώτους περιοδεύοντες πρεσβευτές της νεαρής κουβανέζικης επανάστασης. Είναι αναγκαίο το ταξίδι;

Ο Τσε φαίνεται να σκέφτεται σε αυτή την φάση του – μας τον αναλύει ο πιο κοντινός του από τους βιογράφους του, προσωπικός φίλος του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο – ότι του έχουν δώσει διακοπές που ποτέ δεν έχει ζητήσει, ότι ο Φιντέλ τον βλέπει ως έναν άνθρωπο πολύ δικό του, αλλά ενοχλητικό, που πρέπει να τον απομακρύνει κατά κάποιο τρόπο, και ο κομαντάντε Γκεβάρα, πειθαρχημένος, ετοιμάζει τις βαλίτσες του λίγες μέρες μετά τον γάμο του και αποχωρεί.

Ο Φιντέλ τον αποχαιρετά στο αεροδρόμιο της Αβάνας. Ο Τσε, που πιστεύει ότι τα ταξίδια που γίνονται για σοβαρούς πολιτικούς λόγους δεν πρέπει – ζήτημα αρχής – να αξιοποιούνται και ως ταξιδάκια αναψυχής, αρνείται να πάρει μαζί του την Αλεΐδα. Εκείνη την εποχή, ο Τσε νιώθει παγιδευμένος, σα να έχει τιμωρήσει από μόνος του τον εαυτό του. Καθ’ όλη τη διάρκεια εκείνου του ταξιδιού ομολογεί σε όλα του τα γράμματα προς τους δικούς του ότι του λείπουν πάρα πολύ.

Όμως έχει φύγει. Και, έκτοτε, διαρκώς θα φεύγει...

*8 Οκτωβρίου 2016, κλείνουν 50 – 1 χρόνια από την ημέρα που σε ηλικία 40 – 1 χρόνων ο Τσε “έφυγε” από τον κόσμο ετούτο. Έφυγε; Φεύγουν ποτέ, άραγε, από τον κόσμο ετούτο, από όσα ως “μνήμη που μεταφέρεται” στο διηνεκές τον συγκροτούν, οι πράγματι – πάρα πολύ λίγοι, ελάχιστοι – φευγάτοι;   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου